- κουνελάκι
- τουποκορ. του κουνέλι μικρό κουνέλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουνελάκι — το 1. μικρό κουνέλι 2. κοπέλα κέντρου διασκεδάσεως με ελαφρό ένδυμα που αφήνει ημίγυμνο το σώμα … Dictionary of Greek
λεβηρίς — (I) λεβηρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. δέρμα φιδιού 2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ λέπος τοῡ κυάμου». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *λέβος (παρλλ. τ. τού λοβός) + ηρίς (πρβλ. ἔτος: τρι ετ ηρίς, επ ετ ηρίς)]. (II) λεβηρίς, ίδος, ἡ (Α) κουνέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ.… … Dictionary of Greek
τοσούλης, -α, -ικο — τόσο μικρός, τόσος δα: Το κουνελάκι είναι τοσούλικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)